ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ



1

Πατέρας μας ο ήλιος
και μάνα μας η ειρήνη.
Αδέλφια εγώ δεν έκανα
κι άλλο κακό δεν θρήνησα,
πλην τον χαμό των φίλων.

Δω πέρα μόνη κάθομαι,
γριά, παρηκμασμένη,
εγώ που θα γινόμουνα
βασίλισσα. λόγος στερνός
στο τέλειο σκοτάδι:

Η μάχη φέρνει πόλεμο
κι ο πόλεμος φαρμάκια.

Η Άννα τέτοια γράφει.


2

Όλα άρχισαν μες στη φωτιά,
ο πόλεμος διαρκώς μπροστά μας.

Μεγάλωσε σε δύσκολους καιρούς,
αντί για δέρμα πανοπλία
γερή, αντί για χέρι ξίφος.

Λέξεις σαν βέλη του ταιριάζουν.

Η σκέψη μου πιο γρήγορη απ’ τη λέξη,
στη θύμηση του Ποιητή ταγμένη
παντοτινά, μα μη βιαστείς,
μην πεις το μυστικό, μη γράψεις.

Πριν φύγεις, διάβασέ με πάλι.


3

Άκου, λοιπόν, όποιος κι αν είσαι,
πώς ονειρεύομαι τα βράδια.
Υπάρχει στα βουνά μια πόλη
λαμπρή, σαν ήλιος μες στον ήλιο.

Πληγές παράθυρα στα σπλάχνα.
φυσά, μα φύλλο δεν σαλεύει.
Μια μυστική σιωπή παντού
αποκαλύπτει: δεν μετράμε χρόνια,
αγγίζουμε το τέλος.

Υπάρχει κάπου στα βουνά, κι εγώ
την είδα βιαστικά. Γλυκά
με ξύπνησε η καμπάνα
και τ’ όνειρο μου διέλυσε.

Ο πόλεμος τελείωσε.
ας θάψω τους νεκρούς μου.


4

Φωλιάζει  κάτι μαγικό στη νύχτα,
που σε ξορκίζω να μην πεις.
Κι η μοναξιά δεν θλίβει, δεν πονάει
(είναι συνήθεια κι αυτή, να πλάθεις ήχους).

Είχα στα χέρια έναν χρυσό
σταυρό, που τώρα έχει χαθεί
- στο μαύρο φαίνονται όλα ίδια.

Μα πίσω από τα βλέφαρα,
οι μνήμες παίρνουν μια μορφή
δικιά τους και δικιά μου.

Κάτι το μαγικό,
που σε ξορκίζω, μην το πεις.
αχ, μην προδώσεις, φίλε!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου